- παραβγαίνω
- 1. βγαίνω έξω περισσότερες φορές από ό,τι πρέπει ή μένω έξω από το σπίτι περισσότερη ώρα από το κανονικό2. μτφ. α) συναγωνίζομαι κάποιον, αναμετρούμαι, αμιλλώμαιβ) νικώ κάποιον σε συναγωνισμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραβγαίνω — παραβγαίνω, παραβγήκα, (να παραβγώ) βλ. πίν. 109 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραβγαίνω — παραβγήκα, αμτβ. 1. βγαίνω, κυκλοφορώ πολύ έξω: Παραβγαίνεις τα βράδια, και θα σου τύχει κανένα κακό. 2. συναγωνίζομαι, αναμετριέμαι με κάποιον: Ο δάσκαλος έβαλε δυο μαθητές να παραβγούν στο τρέξιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανθαμιλλώμαι — ἀνθαμιλλῶμαι ( άομαι) (Α) 1. ανταγωνίζομαι 2. (για τριήρεις) συναγωνίζομαι, παραβγαίνω … Dictionary of Greek
διαπίνω — (Α) 1. παραβγαίνω με κάποιον στο ποτό 2. πίνω κατά διαλείμματα ή λίγο λίγο, κουτσοπίνω 3. κάνω πρόποση … Dictionary of Greek
διατοξεύω — (AM) [τοξεύω] μέσ. παραβγαίνω στο τόξο, στη σαΐτα («Ἀλέξανδρος ἀποθνήσκει Φιλοκτήτη διατοξευόμενος») αρχ. 1. ρίχνω βέλη 2. (για λόγους) απευθύνομαι ξαφνικά σε κάποιον («λόγον ἐπίκουρον τῷ Θεαγένει διετόξευσεν») … Dictionary of Greek
ερίζω — (AM ἐρίζω) [έριδα] 1. φιλονεικώ, μαλώνω, τσακώνομαι, λογομαχώ («γυναίκες ερίζουσαι περί τού ποία είχε σειράν να γεμίσει», Παπαδ.) 2. είμαι αντίπαλος κάποιου, παραβγαίνω, συναγωνίζομαι ανταγωνίζομαι μσν. προσπαθώ να μιμηθώ κάποιον αρχ. μσν.… … Dictionary of Greek
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
παραβάλλω — ΝΜΑ παραθέτω για σύγκριση, συγκρίνω, παραλληλίζω (α. «δεν μπορώ να παραβάλω την εργασία τους, γιατί είναι και τών δύο άριστη» β. «παραβαλόντες οὖν παρ ἀλλήλους σκεψώμεθα», Πλάτ.) μσν. αρχ. προσφέρω κάτι σε κάποιον ως δόλωμα για να τόν προσελκύσω… … Dictionary of Greek
παραρρίπτω — ΝΑ, παραρριπτῶ, έω και ποιητ. τ. παραρίπτω Α, παραρίχνω Ν ρίχνω κάτι παράμερα περιφρονητικά, παραπετώ νεοελλ. 1. ρίχνω κάτι σε μεγαλύτερη ποσότητα από όση πρέπει («παράριξες αλάτι στο φαΐ και τό έκανες λύσσα») 2. ρίχνω κάτι σε άμιλλα με κάποιον… … Dictionary of Greek
παρατρέχω — ΝΜΑ αντιπαρέρχομαι, δεν αναφέρω κάτι, παραλείπω, παραβλέπω, παρασιωπώ κάτι («παρατρέχω όλα τα επουσιώδη και έρχομαι στα πιο σημαντικά» νεοελλ. 1. ανταγωνίζομαι με κάποιον στον δρόμο, παραβγαίνω στο τρέξιμο 2. τρέχω υπερβολικά, κάνω πολλούς… … Dictionary of Greek